- αίλουρος
- ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος)γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατααργότερα και νυφίτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η λ. παράγεται πιθ. από τα αἰόλος (< *αἰελος) «γρήγορος, ευκίνητος, ορμητικός» και ουρά, οπότε η λ. θα σήμαινε αρχικά «το ζώο που κουνάει γρήγορα την ουρά» (πρβλ. Μ. Ετυμολ. «αίλουροςπαρά το αιόλλειν και ανάγειν την ουράν και κινείν»), αν δεν πρόκειται για παρετυμολογική ερμηνεία. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία, η λ. ανάγεται σε τ. *Fai Fέρουρος (απο όπου το αἰέλουρος με ανομοίωση τού ρ σε λ και σίγηση τών δυο F), συγγενή με το λατ. νῑ verra, λιθουαν, vaῑveris που σήμαιναν το «κουνάβι».ΣΥΝΘ. αἰλουρόφθαλμοςαρχ.αἰλουροπρόσωποςμσν.- νεοελλ.αιλουρόμορφοςνεοελλ.αιλουροειδής].
Dictionary of Greek. 2013.